-
1 εκμαγειον
τό1) пластическая массаἐ. κήρινον Plat. — восковая масса2) отпечаток, оттиск(ἀσαφές Plat.; ὥσπερ ἐ. ἢ κάτοπτρον Plut.)
ἐ. πέτρης Anth. — каменное изваяние3) тряпка для вытирания или губка(κατόπτρῳ παρεσκευασμένον ἐ. Plat.)
1 εκμαγειον
(ἀσαφές Plat.; ὥσπερ ἐ. ἢ κάτοπτρον Plut.)
(κατόπτρῳ παρεσκευασμένον ἐ. Plat.)